- υπερίστωρ
- -ορος, ὁ, ἡ, Ααυτός που γνωρίζει κάτι πολύ καλά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ-* + ἴστωρ «αυτός που γνωρίζει καλά, έμπειρος»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑπερίστωρ — knowing but too well masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερίστορα — ὑπερίστωρ knowing but too well masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)